- νεοδμής
- νεοδμής, ὁ και ἡ (Α)1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ' ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -δμής (< θ. δμᾱ- τού δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α-δμής: ά-δμητος].
Dictionary of Greek. 2013.